Ήταν 14 Ιουνίου 1873, μία ημέρα ακριβώς πριν από την ημερομηνία που ο Σλήμαν είχε ορίσει ως το τέλος των ανασκαφών του.
Και επρόκειτο για την εντυπωσιακότερη ανακάλυψή του στη δυτική τομή του τείχους της Τροίας IIg, της περίφημης «πυρπολημένης πόλης», την οποία ο ίδιος ταυτίζει με την ομηρική Τροία.
«Φαίνεται ότι κάποιο μέλος της οικογένειας του Πριάμου έκλεισε βιαστικά τον θησαυρό μέσα σ” αυτό το κιβώτιο και το πήρε μαζί του χωρίς να προφθάσει να βγάλει το κλειδί από την κλειδαριά. Καθώς όμως έφθανε στο κυκλικό τείχος, τον πρόλαβε ο εχθρός ή η φωτιά και αναγκάστηκε να αφήσει το κιβώτιο, που αμέσως σκεπάστηκε από ένα στρώμα πέντε-έξι πόντους παχύ, κόκκινη στάχτη και τα ερείπια του διπλανού βασιλικού παλατιού…»
\
Έκτοτε οι περιπέτειες του χρυσού θα είναι μεγάλες
Ο ερασιτέχνης αρχαιολόγος πραγματοποιεί εργασίες στο ύψωμα του Χισαρλίκ μαζί με την Ελληνίδα σύζυγό του, Σοφία, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, καθώς είχε μεν υποσχεθεί πως θα παραδώσει τα μισά ευρήματά του στην τουρκική κυβέρνηση, δεν είχε ωστόσο την παραμικρή πρόθεση να τηρήσει την υπόσχεσή του.
Η ανασκαφή αποκαλύπτει τελικά ασπίδες, χύτρες, αργυρά, ορειχάλκινα και χρυσά αγγεία, χρυσά κύπελλα και άλλους αρχαίους θησαυρούς, από τους οποίους ξεχωρίζουν 2 χρυσά διαδήματα, 56 χρυσά σκουλαρίκια και 8.883 χρυσά αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία δύο διαδήματα, 24 περιδέραια, ενώτια, πόρπες, ειδώλια και κύπελλα.
Ο Σλίμαν, που χαρακτηρίζεται από μεγάλο πάθος για την αρχαιότητα και τους μύθους της, αλλά κατέχει λιγοστές επιστημονικές γνώσεις αρχαιολογίας, είναι πλέον βέβαιος ότι έχει ανακαλύψει την ομηρική Τροία και το θησαυρό του Πριάμου.
Το ενδιαφέρον του Σλίμαν για την Αρχαία Ελλάδα ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια στο Nεμπούκοβ της Γερμανίας, όπου γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1822. Ρομαντικός και απίστευτα δραστήριος, ήταν παθιασμένος λάτρης του Ομήρου, ενώ εξελίχθηκε σε δεινό έμπορο.
Κατάφερε να πλουτίσει σχετικά γρήγορα με το εμπόριο λουλακιού. Αρχικώς, αυτοδίδακτος και με ιδιαίτερη ευχέρεια στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, ως το θάνατό του, το 1890, είχε μάθει 22, ανάμεσα στις οποίες τα αρχαία και τα νέα ελληνικά. Το 1868 επισκέφθηκε πρώτη φορά την Τρωάδα, στη σημερινή Τουρκία, και αποφάσισε να αναζητήσει εκεί την ομηρική Τροία.
Ταυτόχρονα τον ελκύει και η Ελλάδα. Σαράντα επτά ετών, ήδη μία φορά παντρεμένος, ο Ερρίκος Σλίμαν αναζητά μία απόγονο του Ομήρου, μια Ελληνίδα σύζυγο με αρχαιοελληνική ομορφιά, και τη βρίσκει στο πρόσωπο της 17χρονης, Σοφίας Εγκαστρωμένου, κόρη ενός Αθηναίου μεγαλέμπορου υφασμάτων. Παντρεύτηκαν το 1869.
Η γνωριμία του Ερρίκου Σλίμαν με τη Σοφία ήταν καθαρό συνοικέσιο και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο γάμος ήταν ιδιαίτερα ευτυχής, παρότι απέκτησαν δύο παιδιά, την Ανδρομάχη και τον Αγαμέμνονα.
Εγκαθίστανται στο Ιλίου Μέλαθρον, που σχεδίασε ο Τσίλερ το 1881. Η διακόσμηση του κτιρίου είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή και εκφράζει το μεγάλο πάθος του Σλίμαν για την αρχαιότητα. Οι τοιχογραφίες αναπαράγουν θέματα από τις πομπηιανές κατοικίες.
Επιλεγμένα αποσπάσματα αρχαίων συγγραφέων, από τον Όμηρο, τον Hσίοδο, τον Πίνδαρο, τον Λουκιανό, είναι γραμμένα στους τοίχους, εκφράζοντας την ιδιαίτερη αγάπη του Σλίμαν για την αρχαιοελληνική γραμματεία.
Σήμερα το Ιλίου Μέλαθρον στεγάζει το Νομισματικό Μουσείο.
Η Σοφία Σλίμαν μοιράζεται το πάθος του για την αρχαιολογία και οι οι δυο τους αποτελούν αχώριστο δίδυμο σε όλες τις ανασκαφικές αποστολές – φυσικά και σε αυτή στην Τροία.
Όταν ο Ερρίκος και η Σοφία ανακαλύπτουν το 1873 το «Θησαυρό του Πριάμου», η Σοφία ποζάρει στο φακό με το διάδημα που ο Σλήμαν αποδίδει στην Ωραία Ελένη.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Σλίμαν δεν είχε ανακαλύψει την ομηρική Τροία, αλλά μία από τις 9 πόλεις που είχαν ακμάσει σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στο λόφο του Χισαρλίκ. Τα ευρήματά του χρονολογούνται 1.000 χρόνια νωρίτερα από την εποχή του Τρωικού Πολέμου…
Ο Σλίμαν απευθύνθηκε στην Ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί τα πολύτιμα ευρήματα που είχε οικειοποιηθεί, με αντάλλαγμα την άδεια της ανασκαφής των Μυκηνών. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε καταρχήν το θησαυρό, αλλά του έδωσε την άδεια της ανασκαφής με την προϋπόθεση να παρακολουθείται από τις αρμόδιες Ελληνικές αρχές.
Ο θησαυρός, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του, κατέληξε το 1880 στο Μουσείο του Βερολίνου. Ένα μικρό μέρος του είχε κρατήσει η Σοφία Σλίμαν, η οποία και το δώρισε κατόπιν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ ένα άλλο είχε δοθεί στην Τουρκία με αντάλλαγμα άλλη ανασκαφή στην Τροία.
Ο μυθικός θησαυρός παρέμεινε στο Μουσείο του Βερολίνου για 44 χρόνια μέχρι το τέλος του Β” Παγκόσμιου Πολέμου. Καθώς ο συμμαχικός στρατός ετοιμαζόταν να εισβάλει στην πόλη, η συλλογή μπήκε σε τρία μεγάλα κουτιά και κρύφτηκε σε μυστικό καταφύγιο κάτω από το Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου, προκειμένου να είναι ασφαλής. Και κάπου εκεί χάθηκαν τα ίχνη της για 40 ολόκληρα χρόνια…
Μετά το τέλος του πολέμου ουδείς γνώριζε τι είχε απογίνει η συλλογή. Τα τρία κουτιά δεν είχαν βρεθεί ποτέ και το μόνο μέρος της που σωζόταν ήταν τα ευρήματα που φιλοξενούσε το Εθνικό Αρχαιλογικό Μουσείο και εκείνα που βρίσκονταν στην Τουρκία.
Η εξαιρετική ομορφιά της συλλογής αποτέλεσε έμπνευση για ένα σύγχρονο μύθο του ελληνικού πολιτισμού, τον Ηλία Λαλαούνη, ο οποίος δημιούργησε πολλά κοσμήματα εμπνευσμένα από το θησαυρό. Η συλλογή, εμπνευσμένη από τα αρχαία κοσμήματα της Τροίας, απέκτησε θαυμαστές μέχρι και στο Χόλιγουντ.
Η Μπάρμπρα Στράιζαντ φόρεσε το σετ της Ωραίας Ελένης σε 2 ταινίες και σε μια τουρνέ της. Την ίδια στιγμή τα πρωτότυπα παρέμεναν άφαντα…
Το 1993, όμως, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τα κουτιά που περιείχαν τον περίφημο θησαυρό βρέθηκαν σε μια θυρίδα στο Μουσείο Πούσκιν.
Όπως αποκαλύφθηκε, το θησαυρό είχε ανακαλύψει ο Κόκκινος Στρατός όταν είχε καταλάβει το Βερολίνο και είχε σταλεί υπό άκρα μυστικότητα με αεροπλάνο στη Μόσχα, όπου και παρέμεινε μέχρι την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Πούσκιν, ενώ διεκδικείται από το Μουσείο του Βερολίνου. Οι ρωσικές αρχές όμως αρνούνται την επιστροφή του, θεωρώντας πως τους ανήκει ως αποζημίωση για τα δεινά του Β” Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι περιπέτειες του θησαυρού όμως δεν τελειώνουν εδώ. Πριν από δύο χρόνια, το Μουσείο Αρχαιολογίας της Πενσιλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών δάνεισε στην τουρκική κυβέρνηση μια συλλογή χρυσών κοσμημάτων, που, όπως αποκαλύφθηκε ανήκουν και αυτά στη συλλογή του Πριάμου και έφθασαν στην κατοχή του μουσείου ως προϊόν αρχαιοκαπηλίας…
Πρίαμος
Ο Πρίαμος ήταν πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, βασιλιάς της Τροίας, γιος του βασιλιά Λαομέδοντα. Νέος ακόμα είδε την πρώτη καταστροφή της πόλης του, τον πήραν αιχμάλωτο αλλά αργότερα εξαγοράστηκε και ανοικοδόμησε την Τροία κάνοντάς την ισχυρή και πλούσια.
Από την εξαγορά του αυτή πήρε και το όνομα «Πρίαμος», δηλαδή «αγορασμένος», ενώ μέχρι τότε ονομαζόταν Ποδάρκης. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη με την οποία έκανε και τα περισσότερα παιδιά. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση.
Περιγράφεται ως καλός, δίκαιος και αγαπητός στον λαό του βασιλιάς. Η προσωπικότητα και ο πόνος του περιγράφονται σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της Ιλιάδας, στην εξαγορά του σώματος του νεκρού αγαπημένου γιου του, του Έκτορα. Πέθανε κατά την άλωση της Τροίας από το χέρι του γιου τού Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου, πλάι στον οικογενειακό βωμό, αρνούμενος να αντισταθεί.
Μόνο μετά το θάνατο του γιου του Έκτορα φαίνεται η μαχητικότητα και η αποφασιστικότητα του γέρου βασιλιά. Για πρώτη φορά τότε τον βλέπουμε να χάνει και την ψυχραιμία του και τη συνηθισμένη ευγένεια που τον διέκρινε, όταν συντετριμμένος από το χαμό του γιου του τα βάζει με όποιον βλέπει μπροστά του και φέρεται άπρεπα.
Μετά από αυτή την έκρηξη οργής και πόνου κάνει κάτι που απαιτεί πραγματικά πολύ θάρρος. Πηγαίνει μέσα στη νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, για να ζητήσει από τον Αχιλλέα να του δώσει το νεκρό Έκτορα για να τον θάψει μ” όλες τις πρέπουσες τιμές. Μπροστά στην τόση γενναιότητα ακόμη και ο ίδιος ο Αχιλλέας έμεινε άφωνος.