Όλοι λίγο πολύ κρύβουμε έναν Ιντιάνα Τζονς μέσα μας, ειδικά οι μεταπολεμικές γενιές έως και την γενιά των 80ς.
Αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού μεγαλώσαμε στις αλάνες και στα χαλάσματα, σε μια Ελλάδα που ζητούσε νέα ταυτότητα μέσα στο κύμα του νεοπλουτισμού που την αγκάλιαζε.
Δεν είναι λίγες οι ιστορίες χαμένων θησαυρών που έχουμε ακούσει και ουκ ολίγες οι φορές που κάποιος γνωστός μας θα ορκιζόταν ότι η ιστορία του είναι σίγουρη και ο θησαυρός με τις χρυσές λίρες κρύβεται σε λίγα τετραγωνικά στο μισογκρεμισμένο σπίτι του παππού του ή του γείτονα.
Ειδικά όταν ασχολείσαι (όπως εγώ) επαγγελματικά με την έρευνα, τότε οι ιστορίες που ακούς είναι εκατοντάδες.
Οι περισσότερες από αυτές, είναι μυθοπλασίες που πηγάζουν πολλές φορές από την ανάγκη επικοινωνίας των ανθρώπων που ζουν απομονωμένοι - ειδικά στην ύπαιθρο – δημιουργώντας ιστορίες μυστηρίου και χρυσού. Η κάθε ιστορία έχει απαραίτητα τον δικό της ήρωα ( πολλές φορές έναν αντάρτη, άλλες πάλι ένα κομιτατζή και γιατί όχι και έναν Τούρκο Αγά) που η μοίρα του χάρισε απλόχερα χιλιάδες χρυσές λίρες και όταν αυτός αποφάσισε να τις κρύψει ο θάνατος, του είχε στήσει καρτέρι για να μείνει ο αμύθητος θησαυρός ένα αιώνιο μυστικό που θα μας στοιχειώνει.
Ο μύθος έχει απαραίτητα και μια γιαγιά Χάιδο, που ένα βράδυ ονειρεύτηκε τον συγχωρεμένο Μπαρμπα Κίτσο να της δείχνει ένα κιούπι στην γωνία του κήπου της αλλά ο Μπάμπης ο εγγονός βιάστηκε και το έσκαψε πριν σφάξει τον κόκορα και αντί για πεντόλιρα βρήκε κάρβουνα.
Το ενδιαφέρων χτυπά κόκκινο όταν στην ιστορία μπαίνει και η Κατίνα η καφετζού με τον μουσάτο τύπο, που παίρνει τον χάρτη σε κόλα Α4 από το γκουγκλ ερθ και με το εκκρεμές στο χέρι σου λέει με ακρίβεια χιλιοστού τι κρύβει η Ελληνική γη στα σπλάχνα της.
Το σημερινό όμως ταξίδι έχει πολλά στοιχεία που με κάνουν να πιστεύω ότι κάτι καλό κρύβει.
Η αίσθηση που έχω δεν οφείλετε μόνο στα κερόχαρτα που μου έδειξαν αλλά Ίσως να οφείλετε και σε μία σειρά από συγκυρίες που προηγήθηκαν.